ἀόριστον

ἀόριστον
ἀόριστος
without boundaries
masc/fem acc sg
ἀόριστος
without boundaries
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ԱՆՈՐԻՇ — ( ) NBH 1 0217 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ԱՆՈՐԻՇ որ եւ ԱՆՈՐՈՇ. յն. աօ՛րիսթօս. ἁόριστος indefinitus, indecretus Չորոշեալ. անսահման. եւ Անզանազան. անխտիր. *Անհատք անբաւք եւ անորիշք են առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • МАТЕРИЯ — одно из наиболее многозначных филос. понятий, которому придается один (или некоторые) из следующих смыслов: 1) то, определяющими характеристиками чего являются протяженность, место в пространстве, масса, вес, движение, инерция, сопротивление,… …   Философская энциклопедия

  • МАТЕРИЯ —     МАТЕРИЯ (ὕλη), понятие древнегреческой, затем всей европейской философии; играет важную роль в онтологии, натурфилософии, теории познания. Основные значения понятия материи: 1) субстрат, «подлежащее», «то, из чего» (Аристотель) возникают и… …   Античная философия

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • διαιωνίζω — (AM διαιωνίζω) [αιών] 1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο 2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» αποκτώ παιδιά, απογόνους νεοελλ. αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ευάγω — εὐάγω (Α) οδηγώ σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ διάνοια», Γρηγ. Νύσσ.) ίσως ορθότερη γραφή: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγω (πρβλ. αν άγω, κατ άγω)] …   Dictionary of Greek

  • ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… …   Dictionary of Greek

  • παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”